- αρρενωνυμώ
- ἀρρενωνυμῶ (-έω) (Μ)μετατρέπω θηλυκό όνομα στο αρσενικό γένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -ωνυμώ < -ώνυμος < όνυμα (αιολ. και δωρ. τ. του όνομα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άρρην — εν (AM ἄρρην και ἄρσην εν) 1. ο αρσενικός 2. ο ανδρικός, ο γενναίος 3. ο ισχυρός 4. ως ουσ. αυτός που ανήκει στο αρσενικό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του άρσην*, με αφομοίωση. ΠΑΡ. αρχ. αρρενικός, αρρενώ, αρρενώδης (αρχ. μσν.) αρρενότης. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek